- αναγαργαρίζω
- αμετ. полоскать горло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγαργαρίζω — (Α ἀναγαργαρίζω) κάνω γαργάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γαργαρίζω. ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον] … Dictionary of Greek
ἀναγαργαριζόμενον — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc acc sg ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζόντων — ἀναγαργαρίζω gargle pres part act masc/neut gen pl ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαρίσαι — ἀναγαργαρίζω gargle aor inf act ἀναγαργαρίσαῑ , ἀναγαργαρίζω gargle aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζομένη — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζομένου — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζέσθω — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζέσθωσαν — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζέτω — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζόμενα — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγαργαριζόμενοι — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)